Ιβηρ

Ιβηρ
    Ἴβηρ
    I
    -ηρος (ῐ) ὅ Ибер (река в Тарраконской Испании, ныне Эбро) Polyb.
    II
    -ηρος ὅ ибер
    

οἱ Ἴβηρες — иберы

    1) народ на территории Иберии Her., Thuc., Xen., Arst. etc.
    2) народ на территории Кавказа Plut., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Ιβηρ" в других словарях:

  • ίβηρ — ἴβηρ, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἴβηρ χερσαῑόν τι θηρίον ἀφ οὗ καὶ Ἴβηρες» 2. ως κύρ. όν. α) Ἴβηρ και Ἴβηρος αρχαία ονομασία τού ποταμού Έβρου τής Ισπανίας β) βλ. Ίβηρες …   Dictionary of Greek

  • Ἴβηρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβήροιν — Ἴβηρ masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβήρων — Ἴβηρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρα — Ἴβηρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρας — Ἴβηρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρε — Ἴβηρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρες — Ἴβηρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρι — Ἴβηρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρος — Ἴβηρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴβηρσι — Ἴβηρ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»